- τεμπεραμέντο
- το, Νβλ. ταμπεραμέντο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τεμπεραμέντο — το ταμπεραμέντο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταμπεραμέντο — και τεμπεραμέντο, το, Ν ιδιοσυγκρασία («έχει μεσογειακό ταμπεραμέντο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. temperamento < λατ. temperamentum «κράση» (< tempero «αναμιγνύω, ρυθμίζω» + mens, mentis «νους ψυχή»)] … Dictionary of Greek